απαριθμήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απαριθμήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απαριθμώ
  2. θα απαριθμήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαριθμώ
  3. να απαριθμήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαριθμώ