απαρτίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απαρτίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απαρτίζω
  2. θα απαρτίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαρτίζω
  3. να απαρτίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαρτίζω