απενεργοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απενεργοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απενεργοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

απενεργοποιούμαι

  • γιατί ξαφνικά απενεργοποιήθηκε ο υπολογιστής μου;

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]