αποδεικνύοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αποδεικνύοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αποδεικνύω
- ↪ Αποδεικνύοντας ότι το χρέος μένει ίδιο παρά τις στερήσεις μας, θα περίμενες να θυμώσει ο κόσμος, αλλά...