απολειτουργώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολειτουργώ < μεσαιωνική ελληνική απολειτουργώ < απο- + λειτουργώ
Ρήμα[επεξεργασία]
απολειτουργώ
- (θρησκεία) ολοκληρώνω τη Θεία Λειτουργία, την τελειώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολειτουργώ
|