απομυζώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απομυζώ < (ελληνιστική κοινήἀπομυζάω / ἀπομυζῶ < ἀπό + αρχαία ελληνική μυζάω / μυζέω / μυζῶ ((μεταφορικά) σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sucer)

Ρήμα[επεξεργασία]

απομυζώ (παθητική φωνή: απομυζώμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]