αποπίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποπίνω < αρχαία ελληνική ἀποπίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
αποπίνω
- (λογοτεχνικό) ολοκληρώνω το ποτό μου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποπίνω
|