αποπολιτικοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποπολιτικοποιούμαι, π.αόρ.: αποπολιτικοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αποπολιτικοποιημένος
- (πολιτική) παθητική φωνή του ρήματος αποπολιτικοποιώ