αποστρατικοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποστρατικοποιώ < μορφή του αποστρατιωτικοποιώ, είτε με βάση τη μεσαιωνική ελληνική στρατικός, είτε από το περισσότερα συχνό ουσιαστικό αποστρατικοποίηση, ίσως περικοπή του αποστρατιωτικοποίηση. → δείτε και τη σελίδα Συζήτησης
Ρήμα[επεξεργασία]
αποστρατικοποιώ
- σπάνια νεολογική μορφή αποστρατιωτικοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποστρατικοποιώ
|