απόσκατα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόσκατα < απο- + σκατά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απόσκατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • μόνο στην έκφραση σκατά κι απόσκατα:
  1. άθλια κατάσταση
  2. αποβράσματα
  3. κόπρανα, σκατά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]