αρραβωνιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αρραβωνιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αρραβωνιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρραβωνιάζω
  3. θα αρραβωνιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρραβωνιάζω