αστικοποιηθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αστικοποιηθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστικοποιούμαι
- θα αστικοποιηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστικοποιούμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αστικοποιούμαι