αστικοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστικοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος αστικοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αστικοποιούμαι

  1. εντάσσομαι στην αστική τάξη
  2. αποδέχομαι την αστική κουλτούρα και τον αστικό τρόπο ζωής
  3. (για περιοχή) μετατρέπομαι σε αστικό κέντρο ή παίρνω τα χαρακτηριστικά του αστικού κέντρου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]