ασώματη ακινητοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασώματη ακινητοποίηση < → δείτε τις λέξεις ασώματος και ακινητοποίηση
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ασώματη ακινητοποίηση
- (λογιστική) συνώνυμο του ασώματο πάγιο