αυτοαποκαλούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοαποκαλούμαι < δίνω μόνος μου ένα όνομα/χαρακτηριστικό στον εαυτό μου χωρίς απαραίτητα να μου ανήκει/με χαρακτηρίζει
Ρήμα[επεξεργασία]
αυτοαποκαλούμαι