αυτοβιογραφούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοβιογραφούμαι < αυτοβιογραφία + -ούμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
αυτοβιογραφούμαι
- γράφω την αυτοβιογραφία μου
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοβιογραφούμαι | αυτοβιογραφούμουν | θα αυτοβιογραφούμαι | να αυτοβιογραφούμαι | ||
β' ενικ. | αυτοβιογραφείσαι | αυτοβιογραφούσουν | θα αυτοβιογραφείσαι | να αυτοβιογραφείσαι | ||
γ' ενικ. | αυτοβιογραφείται | αυτοβιογραφούνταν | θα αυτοβιογραφείται | να αυτοβιογραφείται | ||
α' πληθ. | αυτοβιογραφούμαστε | αυτοβιογραφούμασταν αυτοβιογραφούμαστε |
θα αυτοβιογραφούμαστε | να αυτοβιογραφούμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοβιογραφείστε | αυτοβιογραφούσασταν αυτοβιογραφούσαστε |
θα αυτοβιογραφείστε | να αυτοβιογραφείστε | αυτοβιογραφείστε | |
γ' πληθ. | αυτοβιογραφούνται | αυτοβιογραφούνταν | θα αυτοβιογραφούνται | να αυτοβιογραφούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοβιογραφήθηκα | θα αυτοβιογραφηθώ | να αυτοβιογραφηθώ | αυτοβιογραφηθεί | ||
β' ενικ. | αυτοβιογραφήθηκες | θα αυτοβιογραφηθείς | να αυτοβιογραφηθείς | αυτοβιογραφήσου | ||
γ' ενικ. | αυτοβιογραφήθηκε | θα αυτοβιογραφηθεί | να αυτοβιογραφηθεί | |||
α' πληθ. | αυτοβιογραφηθήκαμε | θα αυτοβιογραφηθούμε | να αυτοβιογραφηθούμε | |||
β' πληθ. | αυτοβιογραφηθήκατε | θα αυτοβιογραφηθείτε | να αυτοβιογραφηθείτε | αυτοβιογραφηθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοβιογραφήθηκαν αυτοβιογραφηθήκαν(ε) |
θα αυτοβιογραφηθούν(ε) | να αυτοβιογραφηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοβιογραφηθεί | είχα αυτοβιογραφηθεί | θα έχω αυτοβιογραφηθεί | να έχω αυτοβιογραφηθεί | αυτοβιογραφημένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοβιογραφηθεί | είχες αυτοβιογραφηθεί | θα έχεις αυτοβιογραφηθεί | να έχεις αυτοβιογραφηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοβιογραφηθεί | είχε αυτοβιογραφηθεί | θα έχει αυτοβιογραφηθεί | να έχει αυτοβιογραφηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοβιογραφηθεί | είχαμε αυτοβιογραφηθεί | θα έχουμε αυτοβιογραφηθεί | να έχουμε αυτοβιογραφηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοβιογραφηθεί | είχατε αυτοβιογραφηθεί | θα έχετε αυτοβιογραφηθεί | να έχετε αυτοβιογραφηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοβιογραφηθεί | είχαν αυτοβιογραφηθεί | θα έχουν αυτοβιογραφηθεί | να έχουν αυτοβιογραφηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοβιογραφούμαι
|