αυτοδιοικούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοδιοικούμαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτοδιοικούμαι

  1. έχω διοικητική αυτονομία, αυτοτέλεια
  2. διοικούμαι (πρώτος) και διοικώ (δεύτερους) δίχως την παρέμβαση έξωθεν παράγοντα (τρίτου)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]