αυτοκριτικάρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκριτικάρομαι < αυτοκριτική + -άρομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
αυτοκριτικάρομαι
- κριτικάρω τον εαυτό μου, κάνω αυτοκριτική
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αυτοκριτική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκριτικάρομαι
|