αφανές αποθεματικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφανές αποθεματικό < αφανές και αποθεματικό

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

αφανές αποθεματικό,

  • (λογιστική) αυτό που δεν αναφέρεται ρητά στον ισολογισμό, αλλά εμφανίζεται με την υποτιμημένη εκτίμηση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αποβλέποντας με αυτόν τον τρόπον στην αυτοχρηματοδότησής της.