αφηρημένος εμπρεσιονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφηρημένος εμπρεσιονισμός : → δείτε τις λέξεις αφηρημένος και εμπρεσιονισμός
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
αφηρημένος εμπρεσιονισμός αρσενικό
- (ζωγραφική) σπανιότερη μορφή του όρου αφηρημένος ιμπρεσιονισμός