αἰθρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αἰθρία < αἴθρη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αἰθρία (γενική αἰθρίης και αἰθρίας)
- η ασυννέφιαστη, καθαρή ατμόσφαιρα
- ἅμα δὲ τῷ ἵππῳ τοῦτο ποιήσαντι ἀστραπὴ ἐξ αἰθρίης καὶ βροντὴ ἐγένετο. : και όταν το άλογο έκανε αυτό, από τον καθαρό ουρανό άστραψε και βρόντησε {Ηρόδοτος, Θάλεια, 86)
- η καθαρή ψυχρή ατμόσφαιρα της νύχτας
- τὴν δὲ νύκτα...θερμότερον γὰρ δή ἐστι τὸ ὕδωρ τῆς αἰθρίης : γιατί τη νύχτα είναι θερμότερο το νερό από την εξωτερική ατμόσφαιρα {Ηρόδοτος, Ευτέρπη, 68)
- σε εξωτερικό χώρο, οχι εσωτερικό
- ὑπὸ τῆς αἰθρίας