αὐτότεχνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτότεχνος < αὐτός + -τεχνος < τέχνη

Επίθετο

[επεξεργασία]

αὐτότεχνος

  1. αυτοδίδακτος
  2. αυτός που κάνει μόνος του ό,τι μπορεί π.χ. για να βελτιώσει την υγεία του, κάνει τον ειδικό