α καπέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- α καπέλα < ιταλική a cappella < alla cappella (με τον τρόπο του παρεκκλησίου Καπέλα Σιστίνα) < λατινική cappa < caput
Επίρρημα[επεξεργασία]
α καπέλα[1]
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
α καπέλα
- ↑ α καπέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας