βάκκαρις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βάκκαρις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάκκαρις θηλυκό ή βάκχαρις
- (φυτό) φυτό με αρωματική ρίζα
- το αρωματικό λάδι/αλοιφή από τη ρίζα του ομώνυμου φυτού
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 15, 41 Ed. Kaibel [1] / @perseus.tufts.edu
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- βάκκαρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επέκταση (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αθήναιο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)