φάσκωλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φάσκωλος | οἱ | φάσκωλοι |
γενική | τοῦ | φασκώλου | τῶν | φασκώλων |
δοτική | τῷ | φασκώλῳ | τοῖς | φασκώλοις |
αιτιατική | τὸν | φάσκωλον | τοὺς | φασκώλους |
κλητική ὦ! | φάσκωλε | φάσκωλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φασκώλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φασκώλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φάσκωλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φάσκωλος αρσενικό
- δερμάτινος σάκος, σακούλα
- ※ Ἀριστοφάνης δ᾽ ἐν Θεσμοφοριαζούσαις ῾I 474 K':'. ὦ Ζεῦ πολυτίμηθ᾽, οἷον ἔπνευσεν ὁ μιαρὸς · φάσκωλος εὐθὺς λυόμενός μοι τοῦ μύρου καὶ βακκάριδος
- δεμάτι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φάσκωλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)