βάρσαμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βάρσαμο < ελληνιστική (καθαρεύουσα) βάλσαμον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάρσαμο ουδέτερο
- (φυτό, φαρμακευτική) άλλη μορφή του βάλσαμο
- άλλες μορφές: μπάλσαμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βάρσαμο
|