βαζγκεστίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαζγκεστίζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική واز گچمك (τουρκική vazgeçmek)
Ρήμα[επεξεργασία]
βαζγκεστίζω
- (ιδιωματικό) εγκαταλείπω, παραιτούμαι απο
- ※ Βούρ, κάτσε. Έφαες; Θα σε φαΐσουμε εμείς. Βαζγκέστισες ε; (⌘ Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα. Αθήνα: Δίφρος, 1956 [μυθιστόρημα] )
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαζγκεστίζω
→ δείτε τη λέξη εγκαταλείπω |
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Λουντέμη (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)