βαζγκεστίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαζγκεστίζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική واز گچمك (τουρκική vazgeçmek)

Ρήμα[επεξεργασία]

βαζγκεστίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]