βαθμός εγκαύματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαθμός εγκαύματος < → δείτε τις λέξεις βαθμός και έγκαυμα

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

βαθμός εγκαύματος αρσενικό

  1. (ιατρική): μέτρον έκτασης εγκαύματος
    έγκαυμα β΄ βαθμού, έγκαυμα δ΄ βαθμού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]