βαθμός εγκαύματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
βαθμός εγκαύματος αρσενικό
- (ιατρική): μέτρον έκτασης εγκαύματος
- έγκαυμα β΄ βαθμού, έγκαυμα δ΄ βαθμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαθμός εγκαύματος
|