βαρύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βαραίνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρύνω < αρχαία ελληνική βαρύνω < βαρύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷréh₂us < *gʷreh₂ (βαρύς) +‎ *-us

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈɾi.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

βαρύνω (παθητική φωνή: βαρύνομαι)

  1. επιβαρύνω
  2. (λόγιο) αποδίδω, καταλογίζω
    άλλες μορφές: βαραίνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]