βδέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βδέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pesd-.

Ρήμα[επεξεργασία]

βδέω

  1. πέρδομαι, κλάνω
    ὑπὸ τοῦ δέους βδέουσα (Αριστοφάνη, Πλούτος, 693)