βεσέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βεσέ < αγγλική WC με απόδοση των γραμμάτων σύμφωνα με το γαλλικό αλφάβητο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βεσέ ουδέτερο άκλιτο