βολέψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βολέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βολεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βολεύω
- θα βολέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βολεύω