βούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούρα θηλυκό
- χούφτα, παλάμη, δράκα
- ※ Αε-Σπυρίδων επήρεν έναν ψεμένον κεραμίτ, έσπιγξεν κι έγλυσεν α 'ς σην βούραν ατ'απέσ' (Σάββας Πορφ. Παπαδόπουλος, «Παραδόσεις - θρύλοι περιοχής Καρς», Αρχείον Πόντου 42 (1988-89), σ. 125)