βρένθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρένθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρένθος, -ου αρσενικό

  1. θαλάσσιο πτηνό
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 1 @scaife.perseus
    Ἔτι οἱ ἀπὸ τῆς θαλάττης ζῶντες ἀλλήλοις, οἷον βρένθος καὶ λάρος καὶ ἅρπη.
  2. είδος ωδικού πτηνού
  3. υπεροψία, αλαζονεία
  4. τάφος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

* βρένθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.