βρότος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρότος < συγγενές του βόρβορος ή ίσως από το βροτός με αναβίβαση του τόνου ή κατ' άλλους αντιστρόφως το βροτός από το βρότο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρότος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βροτόεις, βροτόεσσα, βροτόεν, ο ματωμένος, ο κηλιδωμένος με το αίμα κάποιου που φονεύθηκε
- βροτόομαι : κηλιδώνομαι με αίμα
Πηγές
[επεξεργασία]- βρότος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βρότος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.