γέμισις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γέμισις: → δείτε τη λέξη γέμιση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γέμισις θηλυκό