γήποτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γήποτος, ος, ον ( & δωρικός τύπος γάποτος)
- που μπορεί να τον καταπιεί η γη ( για σπονδές )
γήποτος, ος, ον ( & δωρικός τύπος γάποτος)