γαλακτοποιήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

γαλακτοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γαλακτοποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γαλακτοποιώ
  3. θα γαλακτοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γαλακτοποιώ