γαλακτοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαλακτοποιώ < γάλα-γάλακτος και ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

γαλακτοποιώ

  1. παράγω γάλα
  2. μετατρέπω σε γάλα ή σε ρευστή μορφή γάλακτος

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]