γαμοστόλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμοστόλος < γάμος + στέλλω

Επίθετο[επεξεργασία]

γαμοστόλος, ος, ον

  • που ετοιμάζει τα τα σχετικά με το γάμο