γειτονέψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γειτονέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γειτονεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γειτονεύω
- θα γειτονέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γειτονεύω