γελάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γελάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γελώ
- θα γελάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γελώ
- να γελάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γελώ