γενειάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενειάω < γένειον

Ρήμα[επεξεργασία]

γενειάω

  1. αφήνω γενειάδα
  2. αρχίζω να βγάζω γένεια ( σε αυτή την έννοια συνώνυμο των γενειάσκω, γενειάζω, γενειάσδω)