γιαρατίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιαρατίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

γιαρατίζω (ιδιωματικό)

  1. θεραπεύω
  2. είμαι χρήσιμος, ικανός
  3. αξίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]