γιατροπορεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιατροπορεύομαι < γιατρός και πορεύομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

γιατροπορεύομαι

  • παριστάνω το γιατρό του εαυτού μου, κάνω τα γιατρό και προσπαθώ να κάνω καλά εμένα ή κάποιον άλλο με ό,τι μπορώ να σκαρφιστώ χωρίς να ειμαι ειδικός, εφαρμόζω πρόχειρες θεραπείες, γιατροσόφια


Μεταφράσεις[επεξεργασία]