γιουκαλίλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

γιουκαλίλι

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιουκαλίλι < (άμεσο δάνειο) αγγλική ukelele < χαβανέζικη ukelele (ψύλλος)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝu.kaˈli.li/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιουκαλίλι ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)