γκάτζετ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκάτζετ < (άμεσο δάνειο) αγγλική gadget

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɡa.d͡zet/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκά‐τζετ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκάτζετ άκλιτο ουδέτερο

  • (τεχνολογία) ηλεκτρονική συσκευή, συνήθως μικρού μεγέθους, που ενσωματώνει τις τελευταίες εξελίξεις της τεχνολογίας (π.χ. κινητό τηλέφωνο, ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, MP3 player κ.λπ.)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]