γκόλφι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκόλφι < εγκόλπιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκόλφι ουδέτερο
- (δημοτική) εγκόλπιο, φυλαχτό
- ※ που μ' έκραξαν μ' απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα,
- γκόλφι να τα 'χω στο πλευρό και να τα βγάλω περα (Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Β' Σχεδίασμα, VII)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκόλφι
|