γουόκι τόκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γουόκι τόκι < αγγλική walkie talkie < walk (περπατώ) και talk (μιλώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γουόκι τόκι ουδέτερο άκλιτο
- (ηλεκτρονική, τηλεπικοινωνίες) φορητός ασύρματος [1]
- ※ Υπάρχει μόνο ένα σύστημα με γουόκι τόκι για να επικοινωνεί ο ένοικος με το προσωπικό το οποίο είναι στη διάθεσή του 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. [2]
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ημιαμφίδρομος επικοινωνία
- Walkie-talkie, εικόνες στα Wikimedia Commons
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γουόκι τόκι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ από αναζήτηση «γουόκι-τόκι» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- ↑ Ολα γίνονται με γουόκι τόκι . Δημοσίευση 2010-10-29. Προσπέλαση 2020-06-10.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρονική (νέα ελληνικά)
- Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)