γραμμώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]γραμμώνομαι, π.αόρ.: γραμμώθηκα, μτχ.π.π.: γραμμωμένος, (ενεργ.: γραμμώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος γραμμώνω → δείτε και την κλίση